-
1 ὑποζώννυμι
A undergird,τοὺς ἵππους ῥυτῆρσι Plu.Eum.11
;ὑ. τινὰ τοῖς ποσσίν AP12.222
(Strat.); ὁ ὑπεζωκὼς τὰς πλευράς (sc. ὑμήν), or abs. ὁ ὑπεζωκώς, the pleura, Alex.Aphr.Pr.1.53, Gal.2.591 ( ὑμήν is expressed in Diocl.Fr. 64, Antyll. ap. Orib.44.23.45, Orac.Chald. ap. Dam.Pr. 265); ὑπεζωκότες foetal membranes, Sor.1.58; lining of the intestines, Orib.Fr. 58:—[voice] Pass., esp. in [tense] pf. part., ζειρὰς ὑπεζωμένοι (v.l. -ζωσμ-) girt with ζειραί (q. v.), Hdt.7.69;ὑπεζωσμένοι ἱμάντας Plu.Rom.26
: abs., ὑπεζωμέναι ([etym.] οι) girt up, Hdt.2.85 (with vv. ll.):—esp.,II brace a ship, so as to make her seaworthy (cf.ὑπόζωμα 11
), IG l. c., Plb. l. c., Act.Ap.27.17;ὑπέζωται IG22.1621.68
.III ὑπεζῶσθαι· τὸ εἰς ἄνδρας ἐλθεῖν, Φιλητᾶς, Hsch. (prob. = come to man's estate).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποζώννυμι
См. также в других словарях:
υποζωννύω — ὑποζωννύω, ΝΑ, και υποζώνω Ν, και ὑποζώννυμι, Α [ζώννυμι, ύω] 1. ζώνω από κάτω για σύσφιγξη ή στερέωση 2. (σχετικά με πλοίο) συσφίγγω με την τοποθέτηση υποζώματος 3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) βλ. υπεζωκώς αρχ. 1. (το απαρμφ. παθ.… … Dictionary of Greek